- προσκλήσεις
- πρόσκλησιςjudicial summonsfem nom/voc pl (attic epic)πρόσκλησιςjudicial summonsfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Absolum — Birth name Christophe Drouillet Genres psytrance Labels 3D Vision Records Absolum is the stage name of French psytrance artist Christophe Drouillet. In 1994 1997 he was part of the Transwave project together with … Wikipedia
LECTICULA Lucubratoria — apud Suet. Aug. c. 78. A caena lucubratoriam se in Lecticulam recipiebat. Ibi donec residua diurni actus conficeret, ad multam noctem permanebat. In lectum inde transgressus etc. κλινίδιον Themistio Orat. 1. eadem est cum lectulo, cuius meminit… … Hofmann J. Lexicon universale
PARENTALIA — erant sacra funesta; quae fiebant ab antiquis in honorem mortuorum, a parentando, quod parentibus iusta celebare significat, licet etiam transferatur ad alios. In his fieri solebant προσκλησεις τῆς νεκρων, evocationes mortuorum. Aderant propinqui … Hofmann J. Lexicon universale
δειπνίζω — (AM δειπνίζω) [δείπνον] παραθέτω δείπνο σε κάποιον, καλώ κάποιον σε δείπνο νεοελλ. δειπνώ αρχ. «βοὰς δεδειπνισμένων θεατῶν» επιδοκιμασίες θεατών οι οποίοι έχουν εξαγοραστεί με προσκλήσεις σε δείπνα … Dictionary of Greek
κλεπτότροφος — κλεπτότροφος, ὁ (Α) αυτός που με διάφορα τεχνάσματα επιζητεί προσκλήσεις σε δείπνα, δειπνοθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + τροφος (< τρέφω), πρβλ. αυτό τροφος, κηρό τροφος] … Dictionary of Greek
ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… … Dictionary of Greek
συγκολλώ — συγκολλῶ, άω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [κολλῶ] συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους αρχ. 1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ… … Dictionary of Greek
Αθηνόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τρεις Πελοποννήσιοι αγαλματοποιοί, που άκμασαν τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Ο πρώτος καταγόταν από την Αχαΐα και κατασκεύαζε χάλκινα αναθήματα στην Ολυμπία, ο δεύτερος και ο τρίτος από την Αρκαδία και φιλοτεχνούσαν… … Dictionary of Greek
Αλαμπέρ, Ζαν Λε Ρον Ντ΄- — (Jean Le Rond d’ Alembert, Παρίσι 1717 – 1783). Γάλλος μαθηματικός, φυσικός και φιλόσοφος. Νόθος γιος του στρατηγού Ντεστούς και της Μαντάμ ντε Τανσέν, εγκαταλείφθηκε αμέσως μετά τη γέννησή του στα σκαλοπάτια της εκκλησίας Σεν Ζαν Λε Ρον (από… … Dictionary of Greek
Γκαβαρνί, Πολ — (Paul Gavarni, Παρίσι 1804 – 1866). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου σχεδιαστή και λιθογράφου Γκιγιόμ Σιλπίς Σεβαλιέ (Chevalier), που το χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε ορισμένα σχέδια της σειράς Ενδυμασίες των Πυρηναίων (1827 28), προϊόν ενός… … Dictionary of Greek